κατάδυση

κατάδυση
Άθλημα, το οποίο συνίσταται στη γρήγορη και σύμφωνα με ορισμένους κανόνες βουτιά στο νερό από καθορισμένο ύψος. Οι διεθνείς και ολυμπιακοί κανονισμοί προβλέπουν βουτιά από ελαστικό βατήρα (τραμπλέν), που βρίσκεται 3 μ. πάνω από το νερό, και από σταθερή εξέδρα σε ύψος 10 μ. Πολλές εθνικές ομοσπονδίες αναγνωρίζουν και αγωνίσματα κ. από τραμπλέν 1 μ. και εξέδρα 5 μ. Η κ. εκτελείται σε τρεις φάσεις: εκκίνηση (με ή χωρίς φορά και αναπήδηση), διαδρομή και βύθισμα στο νερό. Η φορά πρέπει να είναι ελεύθερη, ευθεία και να αποτελείται τουλάχιστον από τρία βήματα στο τραμπλέν και τέσσερα στην εξέδρα. Η αναπήδηση πρέπει να είναι σταθερή, αποφασιστική και αρκετά ψηλή· αν γίνεται από τραμπλέν, μπορεί να εκτελεστεί και με ένα πόδι. Κατά τη διαδρομή, η θέση του σώματος μπορεί να είναι ευθύγραμμη (το σώμα δεν κάμπτεται, τα κάτω άκρα είναι ενωμένα και τεντωμένα, σε ευθεία γραμμή με αυτό), κεκαμμένη (ο κορμός λυγίζει προς τα εμπρός και σχηματίζει ορθή γωνία με τα τεντωμένα κάτω άκρα) ή συστραμμένη (ο κορμός είναι όλος διπλωμένος προς τα εμπρός, με τα κάτω άκρα μαζεμένα και διπλωμένα και τα πέλματα τεντωμένα). Η γωνία εισόδου στο νερό πρέπει να είναι σχεδόν ορθή, με το σώμα απόλυτα τεντωμένο και τα πόδια ενωμένα και τεντωμένα. Κατά την είσοδο του κεφαλιού στο νερό, τα χέρια πρέπει να είναι τεντωμένα πάνω από αυτό, με τις παλάμες ενωμένες. Κατά την είσοδο στο νερό με τα πόδια, τα χέρια πρέπει να είναι κολλημένα στον κορμό, χωρίς κάμψη των αγκώνων. Οι αγώνες κ. είναι ανδρικοί και γυναικείοι, ενώ χωρίζονται σε ιδιαίτερα αθλήματα, ανάλογα με το αν η κ. γίνεται από τραμπλέν ή από εξέδρα. Και οι δύο τύποι κ. περιλαμβάνουν υποχρεωτικές και ελεύθερες ασκήσεις. Σε κάθε κ. επίσης αντιστοιχεί ένας προκαθορισμένος βαθμός δυσκολίας. Η βαθμολόγηση στους αγώνες γίνεται από επιτροπή, η οποία αποτελείται από επτά ή πέντε κριτές. Ο βαθμός κάθε κ. προκύπτει με αποκλεισμό των ακραίων βαθμών και πολλαπλασιασμό του μέσου βαθμού με τον συντελεστή δυσκολίας, που είναι από πριν καθορισμένος για κάθε αγώνισμα. Η τελική βαθμολογία εξάγεται από το άθροισμα των βαθμών των διαφόρων αγωνισμάτων. Οι αγώνες κ. διεξάγονται σε ειδικά εξοπλισμένες πισίνες. Σχεδόν σε όλες τις χώρες διοργανώνονται εθνικοί, πανευρωπαϊκοί και διεθνείς αγώνες κ., με τη γενική επίβλεψη της Διεθνούς Ομοσπονδίας Ερασιτεχνικής Κολύμβησης (Fédération Internationale de Natation Amateur –FΙNΑ). Ιστορία. Παλαιότερα εκτελούνταν κ. διαφόρων τύπων και από διαφορετικά ύψη κατά τη στρατιωτική εκπαίδευση, χωρίς όμως αισθητικές αξιώσεις και αγωνιστικό σκοπό. To σύγχρονο άθλημα της κ. γεννήθηκε ως συμπλήρωμα της γυμναστικής, με πρωτοβουλία του Γερμανού Γιόχαν Γκουτς Μουτς, ο οποίος, τον 19ο αι., περιέλαβε τις κ. στο πρόγραμμα της φυσικής αγωγής και οργάνωσε τους πρώτους αγώνες στον ποταμό Σπρέε, στο Βερολίνο (1833). Η επεξεργασία της τεχνικής, την οποία ακολούθησαν για πολλά έτη και άλλες χώρες, έγινε από ορισμένους μαθητές του Γκουτς Μουτς και κυρίως από τον Κλούγκε. Στην αρχή οι αθλητές αγωνίζονταν μόνο από χαμηλά τραμπλέν, αργότερα όμως οι Σουηδοί και οι Αμερικανοί χρησιμοποίησαν και ψηλότερες εξέδρες. Πραγματικά, οι πρώτοι αγώνες έγιναν από ύψος 1 μ. και μόνο το 1886 το ύψος αυτό αυξήθηκε στα 3 μ. Οι κ. συμπεριλήφθηκαν στους Ολυμπιακούς αγώνες το 1904, στην Ολυμπιάδα του Σεντ Λιούις. Στους Ολυμπιακούς αγώνες της Στοκχόλμης (1912) έγιναν για πρώτη φορά και αγώνες κ. γυναικών. Ορισμένοι τύποι κατάδυσης. Οι θεαματικότερες και με μεγαλύτερο συντελεστή δυσκολίας καταδύσεις επιτυγχάνονται με συνδυασμό των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών τους: 1) κανονική κατάδυση προς τα εμπρός με τεντωμένο σώμα? 2) κατάδυση με την πλάτη και τεντωμένο σώμα? 3) κατάδυση προς τα εμπρός με διπλωμένο σώμα? 4) κατάδυση προς τα εμπρός με περιστροφή προς τα δεξιά. Σε κάθε κατάδυση αντιστοιχεί ένας προκαθορισμένος βαθμός δυσκολίας (φωτ. ΑΠΕ). Κατάδυση προς τα εμπρός με διπλωμένο σώμα (φωτ. ΑΠΕ).
* * *
η (AM κατάδυσις) [καταδύω]
1. η βύθιση μέσα στο νερό
2. (λειτ.) τριπλή εμβάπτιση τού κατηχούμενου στο άγιο βάπτισμα
νεοελλ.
1. ναυτ. α) ποινή σύμφωνα με την οποία βουτούσαν τον τιμωρημένο τρεις φορές στη θάλασσα
β) (για υποβρύχιο) η κάθοδος κάτω από την επιφάνεια τού νερού με τη χρησιμοποίηση ειδικού μηχανισμού
2. (αθλ.) είδος κολυμβητικού αγωνίσματος
3. η παρένθεση υγρού που διαθλά το φως μεταξύ τού φακού τού μικροσκοπίου και τού αντικειμένου
αρχ.
1. (για αστέρια) η δύση
2. κάθοδος
3. κρύπτη, τρύπα
4. βάθος
5. θαλάμη
6. ο παρών κόσμος
7. καταβύθιση τού κεφαλιού μέσα σε λουτρό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κατάδυση — η 1.καταβύθιση, καταπόντιση: Έγινε η κατάδυση του υποβρυχίου. 2. βουτιά, μακροβούτι: Είναι άφταστος στις καταδύσεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καταδύσῃ — καταδύσηι , κατάδυσις dipping fem dat sg (epic) καταδύ̱σῃ , καταδύω go down aor part act fem dat sg (attic epic ionic) καταδύ̱σῃ , καταδύω go down aor subj mid 2nd sg καταδύ̱σῃ , καταδύω go down fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… …   Dictionary of Greek

  • ευστάθεια — Στη ναυτική ορολογία είναι η ικανότητα ενός πλωτού μέσου ή σώματος που έχει καταδυθεί να επανέρχεται στην κανονική θέση ισορροπίας του όταν απομακρυνθεί από αυτή για μια οποιαδήποτε αιτία, όπως, για παράδειγμα, τα κύματα, οι μεταβολές και… …   Dictionary of Greek

  • ναυσιπλοΐα — Η πρακτική και η τεχνική του πλου. Διακρίνεται σε θαλάσσια ν. και σε ν. κλειστών υδάτων: η πρώτη περιλαμβάνει την ποντοπλοΐα, που εκτείνεται σε όλες τις θάλασσες και τους ωκεανούς, και την ακτοπλοΐα, που περιορίζεται στις κλειστές θάλασσες και… …   Dictionary of Greek

  • δύτης — Άτομο που εφοδιάζεται με κατάλληλες αναπνευστικές συσκευές, ώστε να μπορεί να παραμείνει υποθαλάσσια, με σκοπό να εκτελέσει έρευνες και διάφορων ειδών εργασίες. Ο δ. χρησιμοποιεί συνήθως ένα ένδυμα από αδιάβροχο ύφασμα, το οποίο κλείνει ερμητικά… …   Dictionary of Greek

  • καταδυτικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στην κατάδυση 2. φρ. α) φυσ. «καταδυτικός φακός» ο αντικειμενικός φακός τού μικροσκοπίου β) ναυτ. «καταδυτικό μηχάνημα» αυτόνομη ή μη συσκευή που επιτρέπει την κατάδυση και παραμονή τού ανθρώπου μέσα στο νερό. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • περισκόπιο — Οπτικό όργανο το οποίο χρησιμοποιείται κυρίως για πολεμικούς σκοπούς, που επιτρέπει σε ένα παρατηρητή που βρίσκεται χαμηλότερα από τον αντικειμενικό, να εξερευνά το εξωτερικό περιβάλλον. Τους πρώτους τύπους π. επινόησαν μελετητές διάφορων χωρών… …   Dictionary of Greek

  • υποβρύχιο — Ναυτικό, κυρίως πολεμικό, μέσο που μπορεί να κινείται και στην επιφάνεια και σε κατάδυση. Οι πρώτες απόπειρες για την κατασκευή ενός τέτοιου μέσου χρονολογούνται εδώ και τέσσερις σχεδόν αιώνες. Πραγματικός όμως πρόγονος του υποβρύχιου μπορεί να… …   Dictionary of Greek

  • βομβοβόλο — Όπλο ή συσκευή διαφόρων τύπων για την εκτόξευση βομβών. Έως τις αρχές του Α’ Παγκoσμίου πολέμου, οι στρατοί χρησιμοποιούσαν ελαφρά εμπροσθογεμή β., που αποτελούνταν από έναν μεταλλικό σωλήνα χωρίς ραβδώσεις, κλειστό στο κατώτερο άκρο, με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”